μολόχα

μολόχα
η
είδος φυτού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μολόχα — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι μαλάχη ή μάλβα η αγρία. Ανθίζει από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Έχει πολύκλαδους κυλινδρικούς βλαστούς… …   Dictionary of Greek

  • μολόχας — μολόχᾱς , μολόχη mallow fem acc pl μολόχᾱς , μολόχη mallow fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολόχαι — μολόχᾱͅ , μολόχη mallow fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπελόχα — η Βoτ. κοινή ονομασία, κυρίως στην Αττική, τού είδους Malva silvestris, τού γένους Μάλβα ή Μολόχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμελόχα < μελόχα < μολόχα με α προθετ. και αμπελόχα από παρετυμολ. προς το αμπέλι] …   Dictionary of Greek

  • μαλάχη — η (Α μαλάχη) το φυτό μολόχα αρχ. φρ. α) «μαλάχη ἡ αγρία» το φυτό αλθαία β) «μαλάχη η κηπευτή» το φυτό λαβατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο τού λατ. malva (πρβλ. μάλβαξ), πιθ. κατ επίδραση τού μαλακός. Κατ άλλους …   Dictionary of Greek

  • μολόχος — μολόχος, ὁ (Α) η μολόχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού μολόχα (ἡ) με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • Malva sylvestris — Type species for Malva L. Scientific classification Kingdom …   Wikipedia

  • Karditsa — Gemeinde Karditsa Δήμος Καρδίτσας (Καρδίτσα) …   Deutsch Wikipedia

  • Neapoli (Kozani) — Stadtgemeinde Neapoli (1986–2010) Δήμος Νεάπολης (Νεάπολη) …   Deutsch Wikipedia

  • δενδρομαλάχη — δενδρομαλάχη, η (Α) το φυτό δεντρομολόχα (Lavatera arborea). [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + μαλάχη «μολόχα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”